- καρδιοστάλαχτος
- η , ο идущий от сердца καρδιοστάλαχτα δάκρυα искренние слёзы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καρδιοστάλαχτος — η, ο (Α καρδιοστάλακτος, ον) αυτός που στάζει από την καρδιά, θερμός, εγκάρδιος («φιλί... καρδιοστάλαχτο», Παλαμ.) … Dictionary of Greek